της δημοσιογράφουΕυαγγελίας Γουρνή
Ο Όμηρος αναφέρεται στη Σύρο με την ονομασία Συρίη… Το όνομα Σύρος προέρχεται από τους πρώτους κατοίκους του νησιού, τους Φοίνικες και υπάρχουν δύο εκδοχές για την ονομασία αυτή: Σύμφωνα με την πρώτη, το όνομα προέρχεται από τη λέξη Ουσύρα που σημαίνει ευτυχής, ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη, προέρχεται από το Συρ που σημαίνει βράχος. Τον 17ο αιώνα αναφέρεται και ως το νησί του Πάπα λόγω του καθολικού δόγματος των κατοίκων της.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στο φως στα τέλη του περασμένου αιώνα στην Χαλανδριανή, στα Βορειοανατολικά του νησιού, χρονολογούνται από το 2.800 π.Χ., την δεύτερη περίοδο του Πρωτοκυκλαδικού πολιτισμού. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα νησί με πλούσια ιστορία που έχει ενδιαφέρον να γνωρίσουμε…
Προϊστορική περίοδος
Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στη Σύρο κατά την προϊστορική εποχή έχουν εντοπιστεί τόσο στη Χαλανδριανή όσο και στο γειτονικό ύψωμα, το Καστρί και χρονολογούνται, αντίστοιχα, στα 2700-2300 και 2300-2200 π.Χ. Ο πρωτοκυκλαδικός οχυρωμένος οικισμός στο Καστρί είναι από τους καλύτερα διατηρημένους, ενώ ορισμένα ευρήματα πείθουν για την ύπαρξη εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας και μαρτυρούν για τις σχέσεις της Σύρου με τα παράλια της Μικρασίας την εποχή εκείνη.
Στη δεύτερη χιλιετία π.Χ., το νησί φέρεται να εποικίστηκε από τους Φοίνικες, έπειτα όταν οι Κρήτες απέκτησαν τον έλεγχο του Αιγαίου, το οικιστικό πλέγμα του νησιού αναδιατάχθηκε και η Χαλανδριανή εγκαταλείφθηκε. Από τον 17ο αιώνα π.Χ. οι Κυκλάδες και η Σύρος, φυσικά, περνούν στην επιρροή της μινωικής Κρήτης.
Μυκηναϊκή περίοδος
Κατά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού (11ος-10ος αι. π.Χ.) πιθανολογείται η εγκατάσταση Ιώνων στη Σύρο, οι οποίοι χτίζουν και την Ερμούπολη. Στην Οδύσσεια ο Όμηρος αναφέρει το νησί εκτός από το όνομα «Συρίη» και ως «δίπολις», διότι είχε δύο πόλεις -την Ποσειδωνία και τη Φοινική- με βασιλιά τον Κτήσιο Ορμενίδη.
Αρχαϊκή περίοδος
Τον 7ο αϊ. π.Χ., που είναι μια εποχή ακμής για τις Κυκλάδες, η Σύρος θεωρείται μάλλον φτωχό και ασήμαντο νησί. Ίχνη οικισμών ανεβρέθηκαν στον λόφο της Αγίας Πακοϋς στον Γαλησσά και στα δυτικά της Ερμούπολης. Επίσης, εκείνη περίπου την περίοδο χρονολογούνται τα ίχνη αγροτικών οικισμών στη Βάρη και Ντελλαγκράτσια, Φοίνικα, Λοτό.
Τον 6ο αϊ. π.Χ., όταν η Σύρος είχε καταληφθεί από τους Σάμιους, γεννήθηκε στο νησί ο φυσικός φιλόσοφος Φερεκύδης, που αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σάμο και υπήρξε δάσκαλος του Πυθαγόρα, και ο οποίος θεωρείται εφευρέτης του ηλιοτροπίου, του πρώτου ηλιακού ρολογιού. Μάλιστα, το όνομα του έχει δοθεί σε δύο σπήλαια του νησιού.
Κλασική περίοδος
Κατά τους Μηδικούς πολέμους η Σύρος υποτάχθηκε στους Πέρσες αλλά από το 478 π.Χ. υπήρξε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας. Αποτέλεσε αυτόνομο κρατίδιο με βουλή, δήμο και αργυρό νόμισμα, κατέβαλλε όμως φόρο υποτελείας στους Αθηναίους. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) οι Κυκλάδες υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες.
Ελληνιστική & Ρωμαϊκή περίοδος
Μετά από μία περίοδο αναταραχών τον 3ο αιώνα π.Χ., η ανάκαμψη της Σύρου εντοπίζεται στους ελληνιστικούς χρόνους όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην Αληθινή, πιθανόν από ναό αφιερωμένο στους Καβείρους, ενώ άλλα λείψανα στα βόρεια του νησιού υποδεικνύουν την ύπαρξη ιερού του Ασκληπιού, προστάτη των ναυτικών.
Τον επόμενο αιώνα η Σύρος εξελίσσεται σε σημαντικό ακτοπλοϊκό κόμβο. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (184 π.Χ.-324 μ.Χ.), η πρωτεύουσα της Σύρου βρισκόταν στη θέση της σημερινής Ερμούπολης. Κυκλοφορία χάλκινων νομισμάτων εντοπίζεται στο νησί από τον 3ο αιώνα π.Χ, ενώ είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η κοπή αργυρών νομισμάτων τον 2ο αιώνα π.Χ.
Βυζαντινή περίοδος
Με το τέλος της Ρωμαϊκής εποχής και ουσιαστικά του αρχαίου κόσμου, η Σύρος όπως και οι υπόλοιπες Κυκλάδες πέφτουν σε παρακμή λόγω των πολλών βαρβαρικών επιδρομών στο Αιγαίο. Το νησί, όμως, δεν είχε εγκαταλειφθεί πλήρως όπως μαρτυρούν ίχνη εγκαταστάσεων στη συριανή ενδοχώρα.
Στους βυζαντινούς χρόνους η χριστιανική, πλέον, Σύρος μαζί με τα άλλα κυκλαδονήσια, αποτελεί τμήμα του θέματος του Αιγαίου, που διοικείται από Στρατηγό και αργότερα Δούκα.
Προϊστορική περίοδος
Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στη Σύρο κατά την προϊστορική εποχή έχουν εντοπιστεί τόσο στη Χαλανδριανή όσο και στο γειτονικό ύψωμα, το Καστρί και χρονολογούνται, αντίστοιχα, στα 2700-2300 και 2300-2200 π.Χ. Ο πρωτοκυκλαδικός οχυρωμένος οικισμός στο Καστρί είναι από τους καλύτερα διατηρημένους, ενώ ορισμένα ευρήματα πείθουν για την ύπαρξη εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας και μαρτυρούν για τις σχέσεις της Σύρου με τα παράλια της Μικρασίας την εποχή εκείνη.
Στη δεύτερη χιλιετία π.Χ., το νησί φέρεται να εποικίστηκε από τους Φοίνικες, έπειτα όταν οι Κρήτες απέκτησαν τον έλεγχο του Αιγαίου, το οικιστικό πλέγμα του νησιού αναδιατάχθηκε και η Χαλανδριανή εγκαταλείφθηκε. Από τον 17ο αιώνα π.Χ. οι Κυκλάδες και η Σύρος, φυσικά, περνούν στην επιρροή της μινωικής Κρήτης.
Μυκηναϊκή περίοδος
Κατά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού (11ος-10ος αι. π.Χ.) πιθανολογείται η εγκατάσταση Ιώνων στη Σύρο, οι οποίοι χτίζουν και την Ερμούπολη. Στην Οδύσσεια ο Όμηρος αναφέρει το νησί εκτός από το όνομα «Συρίη» και ως «δίπολις», διότι είχε δύο πόλεις -την Ποσειδωνία και τη Φοινική- με βασιλιά τον Κτήσιο Ορμενίδη.
Αρχαϊκή περίοδος
Τον 7ο αϊ. π.Χ., που είναι μια εποχή ακμής για τις Κυκλάδες, η Σύρος θεωρείται μάλλον φτωχό και ασήμαντο νησί. Ίχνη οικισμών ανεβρέθηκαν στον λόφο της Αγίας Πακοϋς στον Γαλησσά και στα δυτικά της Ερμούπολης. Επίσης, εκείνη περίπου την περίοδο χρονολογούνται τα ίχνη αγροτικών οικισμών στη Βάρη και Ντελλαγκράτσια, Φοίνικα, Λοτό.
Τον 6ο αϊ. π.Χ., όταν η Σύρος είχε καταληφθεί από τους Σάμιους, γεννήθηκε στο νησί ο φυσικός φιλόσοφος Φερεκύδης, που αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σάμο και υπήρξε δάσκαλος του Πυθαγόρα, και ο οποίος θεωρείται εφευρέτης του ηλιοτροπίου, του πρώτου ηλιακού ρολογιού. Μάλιστα, το όνομα του έχει δοθεί σε δύο σπήλαια του νησιού.
Κλασική περίοδος
Κατά τους Μηδικούς πολέμους η Σύρος υποτάχθηκε στους Πέρσες αλλά από το 478 π.Χ. υπήρξε μέλος της Αθηναϊκής συμμαχίας. Αποτέλεσε αυτόνομο κρατίδιο με βουλή, δήμο και αργυρό νόμισμα, κατέβαλλε όμως φόρο υποτελείας στους Αθηναίους. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) οι Κυκλάδες υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες.
Ελληνιστική & Ρωμαϊκή περίοδος
Μετά από μία περίοδο αναταραχών τον 3ο αιώνα π.Χ., η ανάκαμψη της Σύρου εντοπίζεται στους ελληνιστικούς χρόνους όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην Αληθινή, πιθανόν από ναό αφιερωμένο στους Καβείρους, ενώ άλλα λείψανα στα βόρεια του νησιού υποδεικνύουν την ύπαρξη ιερού του Ασκληπιού, προστάτη των ναυτικών.
Τον επόμενο αιώνα η Σύρος εξελίσσεται σε σημαντικό ακτοπλοϊκό κόμβο. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (184 π.Χ.-324 μ.Χ.), η πρωτεύουσα της Σύρου βρισκόταν στη θέση της σημερινής Ερμούπολης. Κυκλοφορία χάλκινων νομισμάτων εντοπίζεται στο νησί από τον 3ο αιώνα π.Χ, ενώ είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η κοπή αργυρών νομισμάτων τον 2ο αιώνα π.Χ.
Βυζαντινή περίοδος
Με το τέλος της Ρωμαϊκής εποχής και ουσιαστικά του αρχαίου κόσμου, η Σύρος όπως και οι υπόλοιπες Κυκλάδες πέφτουν σε παρακμή λόγω των πολλών βαρβαρικών επιδρομών στο Αιγαίο. Το νησί, όμως, δεν είχε εγκαταλειφθεί πλήρως όπως μαρτυρούν ίχνη εγκαταστάσεων στη συριανή ενδοχώρα.
Στους βυζαντινούς χρόνους η χριστιανική, πλέον, Σύρος μαζί με τα άλλα κυκλαδονήσια, αποτελεί τμήμα του θέματος του Αιγαίου, που διοικείται από Στρατηγό και αργότερα Δούκα.
Ενετοκρατία
Στις αρχές του 13ου αϊ., μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), η Σύρος, όπως και άλλα νησιά, κυριεύεται από Λατίνους και υπάγεται στο Δουκάτο του Αιγαίου, που ίδρυσε ο Βενετός Μάρκος Σανούδος. Αυτή την περίοδο, περίπου, οικίστηκε και η Άνω Σύρος. Την εποχή της Λατινοκρατίας η τοπική κοινότητα αποδέχτηκε το καθολικό δόγμα, διατήρησε όμως την ελληνική γλώσσα. Διατηρήθηκε επίσης μια μικρή ενορία ορθοδόξων, του Αγίου Νικολάου «του Φτωχού».
Στους τρεισήμισι περίπου αιώνες του Δουκάτου του Αιγαίου η Σύρος γνώρισε ένα ιδιότυπο καθεστώς φεουδαρχικού τόπου, με τις διαμάχες των τοπικών ηγεμονίσκων και τις συχνές πειρατικές επιδρομές. Οι περισσότεροι οικισμοί φρουριακού χαρακτήρα στα κυκλαδονήσια, όπως αυτός της Άνω Σύρου, που είχαν εποπτεία στους ναυτικούς δρόμους και τα περάσματα της περιοχής, διαμορφώθηκαν την εποχή εκείνη. Τον 15ο αϊ. το Δουκάτο του Αιγαίου έγινε ουσιαστικά προτεκτοράτο της Βενετίας.
Ο Μπαρμπαρόσα & η Τουρκοκρατία
Η κατάσταση διατηρήθηκε ως το 1579, όταν ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε το νησί για λογαριασμό της Πύλης. Η διαπραγμάτευση των εκπροσώπων της Σύρου και των Κυκλάδων με τον Σουλτάνο Μουράτ Γ' το 1579 έληξε με την παραχώρηση σημαντικών προνομίων στα νησιά: μείωση της φορολογίας, θρησκευτική ελευθερία, αναγνώριση της διαιτησίας μεταξύ Χριστιανών, απαγόρευση της εγκατάστασης γενιτσάρων στα νησιά.
Μολονότι δεν έλειψαν οι προστριβές και οι αυθαιρεσίες των οθωμανικών αρχών, με αποκορύφωμα την επιδρομή στο νησί το 1617, τα προνόμια αυτά διαμόρφωσαν ένα καθεστώς σημαντικά ευνοϊκότερο για τους νησιώτες από εκείνο του Δουκάτου. Στο μεταξύ, μετά την υπογραφή της πρώτης συνθήκης των διομολογήσεων το 1535 μεταξύ της Γαλλίας και της Πύλης, οι καθολικοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν τεθεί υπό την προστασία των Γάλλων, που διήρκεσε για αιώνες. Καπουτσίνοι μοναχοί (1635) και έπειτα Ιησουίτες (1744) εγκαταστάθηκαν στη Σύρο.
Μετά το τέλος των τουρκοβενετικών πολέμων και την επιδημία πανούκλας που έπληξε τη Σύρο το 1728, άρχισε μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης. Η Σύρος παραχωρήθηκε το 1779 από τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Α' στην ανιψιά του, τη Σαχ Σουλτάνα, η οποία εκχώρησε τη διοίκηση του νησιού στα τοπικά όργανα, δηλαδή τη συνέλευση του «Κοινού» και τους εκλεγμένους από αυτήν Επιτρόπους. Στις αρχές του 19ου αιώνα ωστόσο, το σύστημα αυτό της κοινοτικής αυτοδιοίκησης είχε εξελιχθεί σε ολιγαρχικό, στον έλεγχο του Συμβουλίου των Προεστών.
Μεταξύ 1750 και 1820 ο πληθυσμός του νησιού διπλασιάστηκε, από 2.000 σε 4.000 κατοίκους περίπου. Η πειρατεία περιορίστηκε και η εμπορική κίνηση στο λιμάνι αυξήθηκε.
Η Ελληνική επανάσταση
Οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες, η διαφορά του θρησκευτικού δόγματος, η ημιαυτονομία και η προστασία του καθεστώτος των διομολογήσεων, οδήγησαν τους Συριανούς στο να κρατήσουν ουδέτερη στάση κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, το 1821. Η καταστροφή, όμως, της Χίου το 1822, αλλά και οι διώξεις των Ελλήνων στη Σάμο, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), τη Ρόδο, τα Ψαρά και την Κάσο προκάλεσαν ένα μαζικό προσφυγικό κύμα στη Σύρο. Οι πρόσφυγες βρήκαν στη Σύρο σχετική ασφάλεια λόγω των προνομίων που είχε παραχωρήσει η Πύλη στο νησί αλλά και φυσικά χαρίσματα, όπως το μεγάλο, ασφαλές από τους ανέμους λιμάνι.
Οι νέοι κάτοικοι, κυρίως ναυτικοί και έμποροι, μεταλαμπάδευσαν νέο δυναμισμό στο νησί, που, παράλληλα με την οικονομική του ανάπτυξη, εξελίχθηκε σε διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο. Τον Μάιο του 1823, η Σύρος περιελήφθη για πρώτη φορά στη νέα διοικητική διαίρεση των νήσων του Αιγαίου που θεσμοθέτησαν οι αρχές της Επανάστασης, για να αποτελέσει μία επαρχία μαζί με τη Μύκονο. Ο πρώτος Έπαρχος Μυκόνου-Σύρου, ο Αλέξανδρος Αξιώτης, κατέφθασε στο νησί τον Ιούλιο του 1823.
Στις αρχές του 13ου αϊ., μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204), η Σύρος, όπως και άλλα νησιά, κυριεύεται από Λατίνους και υπάγεται στο Δουκάτο του Αιγαίου, που ίδρυσε ο Βενετός Μάρκος Σανούδος. Αυτή την περίοδο, περίπου, οικίστηκε και η Άνω Σύρος. Την εποχή της Λατινοκρατίας η τοπική κοινότητα αποδέχτηκε το καθολικό δόγμα, διατήρησε όμως την ελληνική γλώσσα. Διατηρήθηκε επίσης μια μικρή ενορία ορθοδόξων, του Αγίου Νικολάου «του Φτωχού».
Στους τρεισήμισι περίπου αιώνες του Δουκάτου του Αιγαίου η Σύρος γνώρισε ένα ιδιότυπο καθεστώς φεουδαρχικού τόπου, με τις διαμάχες των τοπικών ηγεμονίσκων και τις συχνές πειρατικές επιδρομές. Οι περισσότεροι οικισμοί φρουριακού χαρακτήρα στα κυκλαδονήσια, όπως αυτός της Άνω Σύρου, που είχαν εποπτεία στους ναυτικούς δρόμους και τα περάσματα της περιοχής, διαμορφώθηκαν την εποχή εκείνη. Τον 15ο αϊ. το Δουκάτο του Αιγαίου έγινε ουσιαστικά προτεκτοράτο της Βενετίας.
Ο Μπαρμπαρόσα & η Τουρκοκρατία
Η κατάσταση διατηρήθηκε ως το 1579, όταν ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα κατέλαβε το νησί για λογαριασμό της Πύλης. Η διαπραγμάτευση των εκπροσώπων της Σύρου και των Κυκλάδων με τον Σουλτάνο Μουράτ Γ' το 1579 έληξε με την παραχώρηση σημαντικών προνομίων στα νησιά: μείωση της φορολογίας, θρησκευτική ελευθερία, αναγνώριση της διαιτησίας μεταξύ Χριστιανών, απαγόρευση της εγκατάστασης γενιτσάρων στα νησιά.
Μολονότι δεν έλειψαν οι προστριβές και οι αυθαιρεσίες των οθωμανικών αρχών, με αποκορύφωμα την επιδρομή στο νησί το 1617, τα προνόμια αυτά διαμόρφωσαν ένα καθεστώς σημαντικά ευνοϊκότερο για τους νησιώτες από εκείνο του Δουκάτου. Στο μεταξύ, μετά την υπογραφή της πρώτης συνθήκης των διομολογήσεων το 1535 μεταξύ της Γαλλίας και της Πύλης, οι καθολικοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν τεθεί υπό την προστασία των Γάλλων, που διήρκεσε για αιώνες. Καπουτσίνοι μοναχοί (1635) και έπειτα Ιησουίτες (1744) εγκαταστάθηκαν στη Σύρο.
Μετά το τέλος των τουρκοβενετικών πολέμων και την επιδημία πανούκλας που έπληξε τη Σύρο το 1728, άρχισε μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης. Η Σύρος παραχωρήθηκε το 1779 από τον Σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ Α' στην ανιψιά του, τη Σαχ Σουλτάνα, η οποία εκχώρησε τη διοίκηση του νησιού στα τοπικά όργανα, δηλαδή τη συνέλευση του «Κοινού» και τους εκλεγμένους από αυτήν Επιτρόπους. Στις αρχές του 19ου αιώνα ωστόσο, το σύστημα αυτό της κοινοτικής αυτοδιοίκησης είχε εξελιχθεί σε ολιγαρχικό, στον έλεγχο του Συμβουλίου των Προεστών.
Μεταξύ 1750 και 1820 ο πληθυσμός του νησιού διπλασιάστηκε, από 2.000 σε 4.000 κατοίκους περίπου. Η πειρατεία περιορίστηκε και η εμπορική κίνηση στο λιμάνι αυξήθηκε.
Η Ελληνική επανάσταση
Οι ευνοϊκές αυτές συνθήκες, η διαφορά του θρησκευτικού δόγματος, η ημιαυτονομία και η προστασία του καθεστώτος των διομολογήσεων, οδήγησαν τους Συριανούς στο να κρατήσουν ουδέτερη στάση κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, το 1821. Η καταστροφή, όμως, της Χίου το 1822, αλλά και οι διώξεις των Ελλήνων στη Σάμο, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), τη Ρόδο, τα Ψαρά και την Κάσο προκάλεσαν ένα μαζικό προσφυγικό κύμα στη Σύρο. Οι πρόσφυγες βρήκαν στη Σύρο σχετική ασφάλεια λόγω των προνομίων που είχε παραχωρήσει η Πύλη στο νησί αλλά και φυσικά χαρίσματα, όπως το μεγάλο, ασφαλές από τους ανέμους λιμάνι.
Οι νέοι κάτοικοι, κυρίως ναυτικοί και έμποροι, μεταλαμπάδευσαν νέο δυναμισμό στο νησί, που, παράλληλα με την οικονομική του ανάπτυξη, εξελίχθηκε σε διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο. Τον Μάιο του 1823, η Σύρος περιελήφθη για πρώτη φορά στη νέα διοικητική διαίρεση των νήσων του Αιγαίου που θεσμοθέτησαν οι αρχές της Επανάστασης, για να αποτελέσει μία επαρχία μαζί με τη Μύκονο. Ο πρώτος Έπαρχος Μυκόνου-Σύρου, ο Αλέξανδρος Αξιώτης, κατέφθασε στο νησί τον Ιούλιο του 1823.
Τα χρόνια μετά την Επανάσταση
Το 1830 το λιμάνι της Σύρου έγινε κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου της ανατολικής Μεσογείου, καθώς οι Ερμουπολίτες εύκολα πέρασαν στο εμπόριο της «μανιφατούρας» (υφασμάτων), του μεταξιού, των δερμάτων, των σιδερικών, δημιουργώντας συγχρόνως ένα ισχυρό τραπεζοπιστωτικό σύστημα. Ως το 1860 περίπου, η Σύρα, όπως την έλεγαν, ήταν το πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας.
Μαζί με το εμπόριο, χάρη στο πλήθος των προσφύγων που δεν είχαν άλλους πόρους ζωής, αναπτύχθηκαν οι βιοτεχνίες, η ναυτιλία, η οικοδομική και τα δημόσια έργα. Το συριανό ναυπηγείο πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση του ελληνικού εμπορικού στόλου, που είχε καταστραφεί κατά τον πόλεμο. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Ερμούπολη βρισκόταν σε πλήρη ακμή, αποτελώντας μια πόλη με ανεπτυγμένη κοινωνική και πολιτιστική ζωή.
Η θεατρική κίνηση είχε εγκαινιαστεί το 1826 και ιταλικοί θίασοι παρουσίαζαν τις όπερες της εποχής. Λέσχες, σύλλογοι, καφενεία με μουσική, 4-5 εφημερίδες (η πρώτη, η Ελληνική Μέλισσα, εκδόθηκε το 1831) και πλούσια εκδοτική δραστηριότητα ήταν τα δείγματα μιας πολιτιστικής άνθησης που επισφραγίστηκε με την οικοδόμηση των κτιρίων της Λέσχης και του θεάτρου στη δεκαετία του 1860. Ο αναπτυξιακός κύκλος ολοκληρώθηκε με τη δημιουργία των πρώτων βιομηχανικών εργοστασίων (1860-1870).
Η πρώτη παρατεταμένη κρίση της ερμουπολίτικης οικονομίας λαμβάνει χώρα στη δεκαετία του 1880, με την παρακμή της ιστιοφόρου ναυτιλίας, την ανάπτυξη άλλων λιμανιών και κυρίως του Πειραιά, και τις πολιτικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή. Αν και το διαμετακομιστικό εμπόριο πρακτικά εκμηδενίστηκε η Ερμούπολη παρέμεινε, για μερικές δεκαετίες ακόμη, κεντρική αγορά υφασμάτων, λόγω ειδικών σχέσεων με το Μάντσεστερ. Το κοινωνικό κλίμα βάρυνε το 1879 όταν έγιναν οι πρώτες απεργίες και πολλοί τεχνίτες εγκατέλειψαν την πόλη.
Η ανάκαμψη άρχισε στα τελευταία χρόνια του 19ου αϊ., με τον αναπροσανατολισμό της οικονομίας σε νέα πεδία. Μέσα σε λίγα χρόνια μια βιομηχανική πόλη αναδύθηκε πάνω στις εγκαταλειμμένες εμπορικές αποθήκες, μια μικρή «βαμβακούπολη», καθώς τα περισσότερα από τα σαράντα εργοστάσια της ήταν βαμβακουργικά. Συγχρόνως οι Ερμουπολίτες μεγαλέμποροι συμμετείχαν στη δημιουργία του πρώτου ελληνικού ατμήλατου στόλου. Με το νέο, βιομηχανικό της πρόσωπο, η Ερμούπολη διατήρησε για αρκετές δεκαετίες ακόμη μια ανθηρή οικονομική ζωή.
20ος αιώνας & Β’ Παγκόσμιος πόλεμος
Το 1922, περίπου 8.000 άνθρωποι έφτασαν εδώ μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Υπολογίζεται, όμως, ότι μόνο το ένα τρίτο από αυτούς εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Σύρο μιας και τα μεροκάματα στην τοπική βιομηχανία δεν ήταν ελκυστικά. Ήδη την εποχή εκείνη αρκετοί βιομήχανοι μετοικούσαν στην Αθήνα ή τον Πειραιά, ενώ τα συριανά εργοστάσια διευθύνονταν δια αντιπροσώπων. Η κρίση του 1929-1932 και οι περιορισμοί της συναλλαγματικής και εμπορικής πολιτικής που ακολούθησαν έφεραν νέες δυσκολίες στη βιομηχανία.
Τα ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σύρο στις αρχές Μαΐου του 1941, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1943 το νησί πέρασε στη δικαιοδοσία των Γερμανών. Τον χειμώνα του 1941-42 χιλιάδες Συριανοί πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες, ενώ συγκλονιστικές περιγραφές από επιζώντες μιλούν για τα κάρα που περνούσαν από τις λαϊκές συνοικίες για να μαζέψουν τους νεκρούς και να τους μεταφέρουν στους ομαδικούς τάφους γύρω από το νεκροταφείο. Στο τέλος του πολέμου, το Νεώριο, η Λέσχη, το Τηλεγραφείο, το Τελωνείο και άλλα κτίρια βομβαρδίστηκαν.
Τα νεότερα χρόνια
Τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια η Ερμούπολη και η Σύρος στηρίχτηκαν στην περιορισμένη αγροτική παραγωγή και τη λειτουργία των ταρσανάδων, όπου ναυπηγούνταν και συντηρούνταν καΐκια και άλλα μικρά σκάφη. Μεταξύ 1951 - 1971 τα περισσότερα εργοστάσια έκλεισαν και ως το 1990 είχαν κλείσει και οι τελευταίες κλωστοϋφαντουργίες.
Η βελτίωση της οικονομίας και του επιπέδου ζωής στην Ελλάδα αναζωπύρωσε τον εσωτερικό τουρισμό και στοιχεία κάποιας ανάκαμψης ήταν αισθητά από τη δεκαετία του 1980. Σήμερα η Σύρος εμφανίζεται ιδιαίτερα αναπτυγμένη οικονομικά, ανάπτυξη που στηρίζεται σε πολλές διαφορετικές πηγές. Καθοριστικά συμβάλλουν ο τουρισμός, η λειτουργία του ναυπηγείου, η υψηλή πλέον αγροτική παραγωγή (κυρίως χάρη στην ύπαρξη δεκάδων θερμοκηπίων) αλλά και η συγκέντρωση στο νησί των περισσοτέρων υπηρεσιών.
Το 1830 το λιμάνι της Σύρου έγινε κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου της ανατολικής Μεσογείου, καθώς οι Ερμουπολίτες εύκολα πέρασαν στο εμπόριο της «μανιφατούρας» (υφασμάτων), του μεταξιού, των δερμάτων, των σιδερικών, δημιουργώντας συγχρόνως ένα ισχυρό τραπεζοπιστωτικό σύστημα. Ως το 1860 περίπου, η Σύρα, όπως την έλεγαν, ήταν το πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας.
Μαζί με το εμπόριο, χάρη στο πλήθος των προσφύγων που δεν είχαν άλλους πόρους ζωής, αναπτύχθηκαν οι βιοτεχνίες, η ναυτιλία, η οικοδομική και τα δημόσια έργα. Το συριανό ναυπηγείο πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση του ελληνικού εμπορικού στόλου, που είχε καταστραφεί κατά τον πόλεμο. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Ερμούπολη βρισκόταν σε πλήρη ακμή, αποτελώντας μια πόλη με ανεπτυγμένη κοινωνική και πολιτιστική ζωή.
Η θεατρική κίνηση είχε εγκαινιαστεί το 1826 και ιταλικοί θίασοι παρουσίαζαν τις όπερες της εποχής. Λέσχες, σύλλογοι, καφενεία με μουσική, 4-5 εφημερίδες (η πρώτη, η Ελληνική Μέλισσα, εκδόθηκε το 1831) και πλούσια εκδοτική δραστηριότητα ήταν τα δείγματα μιας πολιτιστικής άνθησης που επισφραγίστηκε με την οικοδόμηση των κτιρίων της Λέσχης και του θεάτρου στη δεκαετία του 1860. Ο αναπτυξιακός κύκλος ολοκληρώθηκε με τη δημιουργία των πρώτων βιομηχανικών εργοστασίων (1860-1870).
Η πρώτη παρατεταμένη κρίση της ερμουπολίτικης οικονομίας λαμβάνει χώρα στη δεκαετία του 1880, με την παρακμή της ιστιοφόρου ναυτιλίας, την ανάπτυξη άλλων λιμανιών και κυρίως του Πειραιά, και τις πολιτικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή. Αν και το διαμετακομιστικό εμπόριο πρακτικά εκμηδενίστηκε η Ερμούπολη παρέμεινε, για μερικές δεκαετίες ακόμη, κεντρική αγορά υφασμάτων, λόγω ειδικών σχέσεων με το Μάντσεστερ. Το κοινωνικό κλίμα βάρυνε το 1879 όταν έγιναν οι πρώτες απεργίες και πολλοί τεχνίτες εγκατέλειψαν την πόλη.
Η ανάκαμψη άρχισε στα τελευταία χρόνια του 19ου αϊ., με τον αναπροσανατολισμό της οικονομίας σε νέα πεδία. Μέσα σε λίγα χρόνια μια βιομηχανική πόλη αναδύθηκε πάνω στις εγκαταλειμμένες εμπορικές αποθήκες, μια μικρή «βαμβακούπολη», καθώς τα περισσότερα από τα σαράντα εργοστάσια της ήταν βαμβακουργικά. Συγχρόνως οι Ερμουπολίτες μεγαλέμποροι συμμετείχαν στη δημιουργία του πρώτου ελληνικού ατμήλατου στόλου. Με το νέο, βιομηχανικό της πρόσωπο, η Ερμούπολη διατήρησε για αρκετές δεκαετίες ακόμη μια ανθηρή οικονομική ζωή.
20ος αιώνας & Β’ Παγκόσμιος πόλεμος
Το 1922, περίπου 8.000 άνθρωποι έφτασαν εδώ μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Υπολογίζεται, όμως, ότι μόνο το ένα τρίτο από αυτούς εγκαταστάθηκαν οριστικά στη Σύρο μιας και τα μεροκάματα στην τοπική βιομηχανία δεν ήταν ελκυστικά. Ήδη την εποχή εκείνη αρκετοί βιομήχανοι μετοικούσαν στην Αθήνα ή τον Πειραιά, ενώ τα συριανά εργοστάσια διευθύνονταν δια αντιπροσώπων. Η κρίση του 1929-1932 και οι περιορισμοί της συναλλαγματικής και εμπορικής πολιτικής που ακολούθησαν έφεραν νέες δυσκολίες στη βιομηχανία.
Τα ιταλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σύρο στις αρχές Μαΐου του 1941, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1943 το νησί πέρασε στη δικαιοδοσία των Γερμανών. Τον χειμώνα του 1941-42 χιλιάδες Συριανοί πέθαναν από την πείνα και τις κακουχίες, ενώ συγκλονιστικές περιγραφές από επιζώντες μιλούν για τα κάρα που περνούσαν από τις λαϊκές συνοικίες για να μαζέψουν τους νεκρούς και να τους μεταφέρουν στους ομαδικούς τάφους γύρω από το νεκροταφείο. Στο τέλος του πολέμου, το Νεώριο, η Λέσχη, το Τηλεγραφείο, το Τελωνείο και άλλα κτίρια βομβαρδίστηκαν.
Τα νεότερα χρόνια
Τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια η Ερμούπολη και η Σύρος στηρίχτηκαν στην περιορισμένη αγροτική παραγωγή και τη λειτουργία των ταρσανάδων, όπου ναυπηγούνταν και συντηρούνταν καΐκια και άλλα μικρά σκάφη. Μεταξύ 1951 - 1971 τα περισσότερα εργοστάσια έκλεισαν και ως το 1990 είχαν κλείσει και οι τελευταίες κλωστοϋφαντουργίες.
Η βελτίωση της οικονομίας και του επιπέδου ζωής στην Ελλάδα αναζωπύρωσε τον εσωτερικό τουρισμό και στοιχεία κάποιας ανάκαμψης ήταν αισθητά από τη δεκαετία του 1980. Σήμερα η Σύρος εμφανίζεται ιδιαίτερα αναπτυγμένη οικονομικά, ανάπτυξη που στηρίζεται σε πολλές διαφορετικές πηγές. Καθοριστικά συμβάλλουν ο τουρισμός, η λειτουργία του ναυπηγείου, η υψηλή πλέον αγροτική παραγωγή (κυρίως χάρη στην ύπαρξη δεκάδων θερμοκηπίων) αλλά και η συγκέντρωση στο νησί των περισσοτέρων υπηρεσιών.