Αν υπάρχει ένα τουριστικό νησί της Ελλάδας, που διατηρεί στο μεγαλύτερό του μέρος ανέπαφο και πολύ καλά αξιοποιημένα το πολιτιστικό του περιβάλλον, σίγουρα αυτό είναι η αρχόντισσα Κέρκυρα. H ισχυρή μουσική ταυτότητα της Κέρκυρας και ο χαρακτηρισμός της ως «νησί της μουσικής» οφείλεται κυρίως στην παράδοση που διαμορφώθηκε το 19ο και τον 20ό αιώνα, μέσα από τις φιλαρμονικές της.
Ιστορία της κερκυραϊκής μουσικής
Αρχαιότητα
Ο Όμηρος μας αφηγείται για τον μεγάλο Κερκυραίο μουσικό, τον τυφλό κιθαρωδό Δημόδοκο, που στην αυλή του βασιλιά Αλκίνοου έκανε τον Οδυσσέα να δακρύσει με το τραγούδι του. Από την εποχή όμως των βάρδων, που τραγουδούσαν τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων στα παλάτια των εστεμμένων, μέχρι τον 19ο αιώνα η Κέρκυρα είχε διανύσει έναν μακρύ δρόμο για το μεγαλύτερο μέρος του οποίου πολύ λίγα πράγματα γνωρίζουμε.
Βυζαντινά χρόνια
Την περίοδο αυτή, η μουσική αυτή παράδοση διακόπτεται. Η έλευση του Χριστιανισμού σήμαινε και την εγκατάλειψη του οτιδήποτε ήταν συνδεδεμένο με την αρχαία Ελληνική θρησκεία. Το θεοκρατικό Βυζάντιο και η Ανατολική Εκκλησία προέβησαν σε μια άτεγκτη προγραφή της οργανικής μουσικής με αποτέλεσμα στην ανατολική μεσόγειο να εξαφανιστεί η πολυφωνική μουσική υπέρ της Ανατολικής μονοφωνίας. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται πλήρως κατανοητό το μένος του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου κατά της οργανικής μουσικής, κάτι που μέχρι σήμερα έχει σημαδέψει την έντεχνη Ελληνική μουσική.
Τουρκοκρατία
Στα χρόνια που η υπόλοιπη Ελλάδα ήταν υπόδουλη στους Τούρκους, στην Κέρκυρα δημιουργήθηκε ένα ιδιότυπο φολκλορικό τραγούδι με μελωδικότατη και αρμονική πολυφωνική επένδυση, στηριγμένη κυρίως στον αυτοσχεδιασμό των επτανήσιων τροβαδούρων. Γενικά, λαϊκό όργανο στην Επτάνησο ήταν από την αρχαιότητα η Κιθάρα και το σημερινό μαντολίνο.
Προπολεμικά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια
Η κοινωνική ζωή των κατοίκων περιορίζονταν στην συμμετοχή τους στους γάμους των συγγενών ή φίλων, στα πανηγύρια και στα γλέντια. Στον κόσμο υπήρχε μια τάση για τραγούδι με την κάθε ευκαιρία. Έτσι οι γυναίκες τραγουδούσαν ατελείωτα σε όλη την διαδικασία του γάμου, στα διαλείμματα από το μάζωμα των ελιών, στον τρύγο, τις αποκριές, τις καλοκαιρινές νύχτες στα πεζούλια των σπιτιών τους όπου μαζεύονταν και άλλες γειτόνισσες κλπ. Οι άντρες από την άλλη πλευρά, που είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και έβγαιναν από το σπίτι, είχαν σαν βασικό στέκι για το τραγούδι τα μαγαζιά των χωριών. Τα μαγαζιά ήταν τα ιδιότυπα «ωδεία» της κερκυραϊκής υπαίθρου, που κάποιοι μάθαιναν στους άλλους ένα τραγούδι που άκουσαν στην «χώρα» ή σε κάποιο άλλο χωριό και που κάποιοι παλαιότεροι τραγουδιστές μάθαιναν στους νεώτερους την τεχνική της πολυφωνίας, με το αυτί , όπως την είχαν μάθει και αυτοί από τους άλλους . Αντίστοιχοι χώροι εκπαίδευσης των γυναικών στην πολυφωνία των τραγουδιών που αυτές τραγουδούσαν ήταν οι χώροι της δουλειάς και τα σπίτια τους, όπου μαζεύονταν οι γειτόνισσες.
Νεότερα χρόνια
Τα έτη 1837-1840 οι καλλιτεχνικές, πνευματικές και ορισμένες πολιτικές προσωπικότητες της Κέρκυρας, ένωσαν τις δυνάμεις και τα κοινά τους οράματα και κατέληξαν στην ίδρυση Φιλαρμονικής με το όνομα «Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας». Ιδρυτικά μέλη της πρώτης Φιλαρμονικής Εταιρίας ήταν Ο μουσουργός Σπυρίδωνας Ξύνδας, ο Πέτρος Κουαρτάνος, ο Ιωάννης Καλλονάς κ.α. Πρόεδρος εφ’ όρου ζωής ορίσθηκε ο Νικόλαος Χαλκιόπουλος Μάντζαρος. Το τέλος της δεκαετίας του 1970 και μετά, με πρωτοβουλία των πολιτιστικών συλλόγων που άρχισαν να ιδρύονται σε όλα σχεδόν τα χωριά επιχειρήθηκε να σταματήσει ο κατήφορος προς την λήθη και να αναζωογονηθεί η κερκυραϊκή μουσική παράδοση της υπαίθρου.
Κερκυραϊκό Τραγούδι
Κατά τη βυζαντινή περίοδο αναπτύσσονται τα ακριτικά τραγούδια και οι παραλογές. Πλήθος τέτοιων αφηγηματικών τραγουδιών διατηρήθηκε στη ζωή, μέσα από τη λαϊκή παράδοση. Η κατηγορία αυτών των τραγουδιών εμπλουτίστηκε με νεότερες παραλογές και μοιρολόγια, τραγούδια αγάπης με αφηγηματικούς στίχους και κυρίως με πλήθος λαϊκών δίστιχων, πολλά από τα οποία, είτε έφεραν μαζί τους πρόσφυγες από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την Ήπειρο κ.α., είτε διαμορφώθηκαν από τις τοπικές κλειστές αγροτικές κοινωνίες και την όποια επαφή είχαν αυτές στο πέρασμα του χρόνου με την εντός των τειχών πόλη.
Αρχαιότητα
Ο Όμηρος μας αφηγείται για τον μεγάλο Κερκυραίο μουσικό, τον τυφλό κιθαρωδό Δημόδοκο, που στην αυλή του βασιλιά Αλκίνοου έκανε τον Οδυσσέα να δακρύσει με το τραγούδι του. Από την εποχή όμως των βάρδων, που τραγουδούσαν τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων στα παλάτια των εστεμμένων, μέχρι τον 19ο αιώνα η Κέρκυρα είχε διανύσει έναν μακρύ δρόμο για το μεγαλύτερο μέρος του οποίου πολύ λίγα πράγματα γνωρίζουμε.
Βυζαντινά χρόνια
Την περίοδο αυτή, η μουσική αυτή παράδοση διακόπτεται. Η έλευση του Χριστιανισμού σήμαινε και την εγκατάλειψη του οτιδήποτε ήταν συνδεδεμένο με την αρχαία Ελληνική θρησκεία. Το θεοκρατικό Βυζάντιο και η Ανατολική Εκκλησία προέβησαν σε μια άτεγκτη προγραφή της οργανικής μουσικής με αποτέλεσμα στην ανατολική μεσόγειο να εξαφανιστεί η πολυφωνική μουσική υπέρ της Ανατολικής μονοφωνίας. Στο πλαίσιο αυτό γίνεται πλήρως κατανοητό το μένος του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου κατά της οργανικής μουσικής, κάτι που μέχρι σήμερα έχει σημαδέψει την έντεχνη Ελληνική μουσική.
Τουρκοκρατία
Στα χρόνια που η υπόλοιπη Ελλάδα ήταν υπόδουλη στους Τούρκους, στην Κέρκυρα δημιουργήθηκε ένα ιδιότυπο φολκλορικό τραγούδι με μελωδικότατη και αρμονική πολυφωνική επένδυση, στηριγμένη κυρίως στον αυτοσχεδιασμό των επτανήσιων τροβαδούρων. Γενικά, λαϊκό όργανο στην Επτάνησο ήταν από την αρχαιότητα η Κιθάρα και το σημερινό μαντολίνο.
Προπολεμικά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια
Η κοινωνική ζωή των κατοίκων περιορίζονταν στην συμμετοχή τους στους γάμους των συγγενών ή φίλων, στα πανηγύρια και στα γλέντια. Στον κόσμο υπήρχε μια τάση για τραγούδι με την κάθε ευκαιρία. Έτσι οι γυναίκες τραγουδούσαν ατελείωτα σε όλη την διαδικασία του γάμου, στα διαλείμματα από το μάζωμα των ελιών, στον τρύγο, τις αποκριές, τις καλοκαιρινές νύχτες στα πεζούλια των σπιτιών τους όπου μαζεύονταν και άλλες γειτόνισσες κλπ. Οι άντρες από την άλλη πλευρά, που είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και έβγαιναν από το σπίτι, είχαν σαν βασικό στέκι για το τραγούδι τα μαγαζιά των χωριών. Τα μαγαζιά ήταν τα ιδιότυπα «ωδεία» της κερκυραϊκής υπαίθρου, που κάποιοι μάθαιναν στους άλλους ένα τραγούδι που άκουσαν στην «χώρα» ή σε κάποιο άλλο χωριό και που κάποιοι παλαιότεροι τραγουδιστές μάθαιναν στους νεώτερους την τεχνική της πολυφωνίας, με το αυτί , όπως την είχαν μάθει και αυτοί από τους άλλους . Αντίστοιχοι χώροι εκπαίδευσης των γυναικών στην πολυφωνία των τραγουδιών που αυτές τραγουδούσαν ήταν οι χώροι της δουλειάς και τα σπίτια τους, όπου μαζεύονταν οι γειτόνισσες.
Νεότερα χρόνια
Τα έτη 1837-1840 οι καλλιτεχνικές, πνευματικές και ορισμένες πολιτικές προσωπικότητες της Κέρκυρας, ένωσαν τις δυνάμεις και τα κοινά τους οράματα και κατέληξαν στην ίδρυση Φιλαρμονικής με το όνομα «Φιλαρμονική Εταιρία Κερκύρας». Ιδρυτικά μέλη της πρώτης Φιλαρμονικής Εταιρίας ήταν Ο μουσουργός Σπυρίδωνας Ξύνδας, ο Πέτρος Κουαρτάνος, ο Ιωάννης Καλλονάς κ.α. Πρόεδρος εφ’ όρου ζωής ορίσθηκε ο Νικόλαος Χαλκιόπουλος Μάντζαρος. Το τέλος της δεκαετίας του 1970 και μετά, με πρωτοβουλία των πολιτιστικών συλλόγων που άρχισαν να ιδρύονται σε όλα σχεδόν τα χωριά επιχειρήθηκε να σταματήσει ο κατήφορος προς την λήθη και να αναζωογονηθεί η κερκυραϊκή μουσική παράδοση της υπαίθρου.
Κερκυραϊκό Τραγούδι
Κατά τη βυζαντινή περίοδο αναπτύσσονται τα ακριτικά τραγούδια και οι παραλογές. Πλήθος τέτοιων αφηγηματικών τραγουδιών διατηρήθηκε στη ζωή, μέσα από τη λαϊκή παράδοση. Η κατηγορία αυτών των τραγουδιών εμπλουτίστηκε με νεότερες παραλογές και μοιρολόγια, τραγούδια αγάπης με αφηγηματικούς στίχους και κυρίως με πλήθος λαϊκών δίστιχων, πολλά από τα οποία, είτε έφεραν μαζί τους πρόσφυγες από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την Ήπειρο κ.α., είτε διαμορφώθηκαν από τις τοπικές κλειστές αγροτικές κοινωνίες και την όποια επαφή είχαν αυτές στο πέρασμα του χρόνου με την εντός των τειχών πόλη.
Παραδοσιακοί κερκυραϊκοί χοροί
Περιγραφές χορών της Κέρκυρας έχουμε από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν την Ελλάδα τον 18ο και 19ο αιώνα, έως και τις αρχές του 20ου. Παρόλες τις πολιτισμικές επιρροές, η Κέρκυρα κατόρθωσε να αφομοιώσει με το δικό της ιδιότυπο όλες τις ξενόφερτες επιρροές και να δημιουργήσει το δικό της στυλ στην παραδοσιακή μουσική, στον παραδοσιακό χορό που σε συνδυασμό με την μοναδική σε ομορφιά φορεσιά επιλέγεται να παρουσιάζεται στην ελληνική φολκλορική αγορά.
Κορακιανίτικος
Πρόκειται για τον τρίτο χορό που χορεύεται από τα συγκροτήματα. Δίσημος σε ρυθμό, περιλαμβάνει δύο μέρη, το αργό και το γρήγορο. Έχει διασωθεί με παραλλαγές στις κινήσεις, όμως καμμιά από αυτές δεν έχει τεκμηριωθεί.
Κερκυραϊκός
Ο χορός λέγεται και ρούγα, από τα λόγια του τραγουδιού που τον συνοδεύει. Χορεύεται σε ζευγάρια που έχουν μέτωπο προς τη φορά του χορού. Μπορεί επίσης να αρχίσει από απλό κύκλο και να μετασχηματιστεί σε ζευγάρια. Τα πόδια είναι στην προσοχή. Τα ζευγάρια συνδέουν το μέσα χέρι τους με λαβή Καλαματιανού κα το φέρνουν λυγισμένο στο ύψος και κοντά στον ώμο. Το άλλο χέρι το τοποθετούν σε μεσολαβή. Μπροστά από τα ζευγάρια και σε απόσταση 2-3 μέτρων μπαίνει ο πρωτοχορευτής ή ζευγάρι πρωτοχορευτών με την πλάτη προς τη φορά του χορού. Ο χορός αποτελείται από 12 βήματα.
Άη Γιώργης
Χορεύεται από γυναίκες που κρατούν μεγάλα μαντήλια, τα οποία μετακινούν δεξιά και αριστερά όταν σταυρώνουν αντίστοιχα τα πόδια. Οφείλει την ονομασία του στα λόγια του αντίστοιχου τραγουδιού: « Κάτω στον Άη Γιώργη στο κρύο το νερό σκοτώσαν τον Γιαννάκη τον ακριβό υιό…»
Περιγραφές χορών της Κέρκυρας έχουμε από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν την Ελλάδα τον 18ο και 19ο αιώνα, έως και τις αρχές του 20ου. Παρόλες τις πολιτισμικές επιρροές, η Κέρκυρα κατόρθωσε να αφομοιώσει με το δικό της ιδιότυπο όλες τις ξενόφερτες επιρροές και να δημιουργήσει το δικό της στυλ στην παραδοσιακή μουσική, στον παραδοσιακό χορό που σε συνδυασμό με την μοναδική σε ομορφιά φορεσιά επιλέγεται να παρουσιάζεται στην ελληνική φολκλορική αγορά.
Κορακιανίτικος
Πρόκειται για τον τρίτο χορό που χορεύεται από τα συγκροτήματα. Δίσημος σε ρυθμό, περιλαμβάνει δύο μέρη, το αργό και το γρήγορο. Έχει διασωθεί με παραλλαγές στις κινήσεις, όμως καμμιά από αυτές δεν έχει τεκμηριωθεί.
Κερκυραϊκός
Ο χορός λέγεται και ρούγα, από τα λόγια του τραγουδιού που τον συνοδεύει. Χορεύεται σε ζευγάρια που έχουν μέτωπο προς τη φορά του χορού. Μπορεί επίσης να αρχίσει από απλό κύκλο και να μετασχηματιστεί σε ζευγάρια. Τα πόδια είναι στην προσοχή. Τα ζευγάρια συνδέουν το μέσα χέρι τους με λαβή Καλαματιανού κα το φέρνουν λυγισμένο στο ύψος και κοντά στον ώμο. Το άλλο χέρι το τοποθετούν σε μεσολαβή. Μπροστά από τα ζευγάρια και σε απόσταση 2-3 μέτρων μπαίνει ο πρωτοχορευτής ή ζευγάρι πρωτοχορευτών με την πλάτη προς τη φορά του χορού. Ο χορός αποτελείται από 12 βήματα.
Άη Γιώργης
Χορεύεται από γυναίκες που κρατούν μεγάλα μαντήλια, τα οποία μετακινούν δεξιά και αριστερά όταν σταυρώνουν αντίστοιχα τα πόδια. Οφείλει την ονομασία του στα λόγια του αντίστοιχου τραγουδιού: « Κάτω στον Άη Γιώργη στο κρύο το νερό σκοτώσαν τον Γιαννάκη τον ακριβό υιό…»
Μουσικοί Δημιουργοί
Στην Κέρκυρα εμφανίστηκαν αξιόλογοι μουσικοδιδάσκαλοι, οι οποίοι οργάνωσαν σε πολλά χωριά χορωδίες, τόσο εκκλησιαστικής μουσικής όσο και έντεχνου πολυφωνικού τραγουδιού (καντάδων) κυρίως επτανησίων συνθετών. Σημαντικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες αποτέλεσαν ο Γιάννης Γκουρογιάννης-Μπεζερής, Γιάννης Γισδάκης-Στραβόγιαννος, Χριστόφορος Νικολούζος, Αντώνης Μπανάρας), ενώ ελάχιστοι ζουν ακόμη όπως ο Χρήστος Μέξας, Θανάσης Σπίνουλας, Θωμάς Γισδάκης, Γιώργος Χονδρογιάννης-Μπεζερής, Σπύρος Μεταλληνός και Λέανδρος Αρμένης.
Νικόλαος Μάντζαρος
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από εύπορη οικογένεια. Το πνευματικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο της οικογένειας είχε όλες τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί το ξεχωριστό ταλέντο του Νικολάου. Το συνθετικό του έργο, του οποίου ένα μικρό τμήμα διασώθηκε, περιλαμβάνει ακόμη συμφωνίες, εκκλησιαστική μουσική, έργα για πιάνο, εμβατήρια και ύμνους. Μελοποίησε ολόκληρο τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» - σε 4 διαφορετικές γραφές - από τον οποίο οι δύο πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας το 1865 και της Κύπρου το 1966. Εκτός από ιδρυτικό μέλος της μουσικής Επτανησιακής Σχολής, ήταν και δάσκαλος που δεν δέχθηκε ποτέ αμοιβή για τις υπηρεσίες του μέχρι τον θάνατό του. Θεωρείται από τους ανθρώπους που έβαλαν τις βάσεις για την ελληνική έντεχνη μουσική.
Σπυρίδων Ξύνδας
Γεννήθηκε στην Κέρκυρας το 1814. Υπήρξε μαθητής του Νικόλαου Μάντζαρου και από τους πρωτεργάτες της Επτανησιακής Σχολής, με τεράστια συμβολή στην νεοελληνική κλασική μουσική και την μουσική παιδεία. Συνέχισε τις σπουδές του στη Νάπολη και το Μιλάνο. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα δίδαξε για περίπου 20 χρόνια στο Κερκυραϊκό Ωδείο και μαζί με τον Αντώνιο Λιβεράλη ίδρυσε τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας. Ο Ξύνδας ήταν και εξαίρετος κιθαριστής. Έδωσε ρεσιτάλ στα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα του ελληνισμού καθώς και στην Ιταλία. Συνέθεσε κυρίως σκηνικά έργα και τραγούδια, με εμφανείς τις επιρροές από τη μελωδικότητα του ιταλικού μελοδράματος της εποχής του. Πολλά από τα έργα του Ξύνδα πιστεύεται ότι χάθηκαν στο βομβαρδισμό της Κέρκυρας κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Νάνα Μούσχουρη
Θεωρείται η τραγουδίστρια με τις υψηλότερες πωλήσεις στην ιστορία, έχοντας πουλήσει πάνω από 300 εκατομμύρια δίσκους (ψηφιακούς και βινυλίου). Είναι μια τραγουδίστρια-φαινόμενο στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα, με πενήντα χρόνια διεθνούς καριέρας χωρίς διακοπή. Ήταν η πρώτη που δημιούργησε το στυλ της World Music. Η γνωριμία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος έγινε ο μέντοράς της στη μουσική, της άνοιξε το δρόμο για τη μεγάλη καριέρα που ακολούθησε. Με τη συμμετοχή της στο Α' Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού το 1959 απέσπασε δύο βραβεία.
Στην Κέρκυρα εμφανίστηκαν αξιόλογοι μουσικοδιδάσκαλοι, οι οποίοι οργάνωσαν σε πολλά χωριά χορωδίες, τόσο εκκλησιαστικής μουσικής όσο και έντεχνου πολυφωνικού τραγουδιού (καντάδων) κυρίως επτανησίων συνθετών. Σημαντικοί λαϊκοί οργανοπαίχτες αποτέλεσαν ο Γιάννης Γκουρογιάννης-Μπεζερής, Γιάννης Γισδάκης-Στραβόγιαννος, Χριστόφορος Νικολούζος, Αντώνης Μπανάρας), ενώ ελάχιστοι ζουν ακόμη όπως ο Χρήστος Μέξας, Θανάσης Σπίνουλας, Θωμάς Γισδάκης, Γιώργος Χονδρογιάννης-Μπεζερής, Σπύρος Μεταλληνός και Λέανδρος Αρμένης.
Νικόλαος Μάντζαρος
Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από εύπορη οικογένεια. Το πνευματικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο της οικογένειας είχε όλες τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί το ξεχωριστό ταλέντο του Νικολάου. Το συνθετικό του έργο, του οποίου ένα μικρό τμήμα διασώθηκε, περιλαμβάνει ακόμη συμφωνίες, εκκλησιαστική μουσική, έργα για πιάνο, εμβατήρια και ύμνους. Μελοποίησε ολόκληρο τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» - σε 4 διαφορετικές γραφές - από τον οποίο οι δύο πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας το 1865 και της Κύπρου το 1966. Εκτός από ιδρυτικό μέλος της μουσικής Επτανησιακής Σχολής, ήταν και δάσκαλος που δεν δέχθηκε ποτέ αμοιβή για τις υπηρεσίες του μέχρι τον θάνατό του. Θεωρείται από τους ανθρώπους που έβαλαν τις βάσεις για την ελληνική έντεχνη μουσική.
Σπυρίδων Ξύνδας
Γεννήθηκε στην Κέρκυρας το 1814. Υπήρξε μαθητής του Νικόλαου Μάντζαρου και από τους πρωτεργάτες της Επτανησιακής Σχολής, με τεράστια συμβολή στην νεοελληνική κλασική μουσική και την μουσική παιδεία. Συνέχισε τις σπουδές του στη Νάπολη και το Μιλάνο. Επιστρέφοντας στην Κέρκυρα δίδαξε για περίπου 20 χρόνια στο Κερκυραϊκό Ωδείο και μαζί με τον Αντώνιο Λιβεράλη ίδρυσε τη Φιλαρμονική Εταιρεία Κερκύρας. Ο Ξύνδας ήταν και εξαίρετος κιθαριστής. Έδωσε ρεσιτάλ στα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα του ελληνισμού καθώς και στην Ιταλία. Συνέθεσε κυρίως σκηνικά έργα και τραγούδια, με εμφανείς τις επιρροές από τη μελωδικότητα του ιταλικού μελοδράματος της εποχής του. Πολλά από τα έργα του Ξύνδα πιστεύεται ότι χάθηκαν στο βομβαρδισμό της Κέρκυρας κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Νάνα Μούσχουρη
Θεωρείται η τραγουδίστρια με τις υψηλότερες πωλήσεις στην ιστορία, έχοντας πουλήσει πάνω από 300 εκατομμύρια δίσκους (ψηφιακούς και βινυλίου). Είναι μια τραγουδίστρια-φαινόμενο στο διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα, με πενήντα χρόνια διεθνούς καριέρας χωρίς διακοπή. Ήταν η πρώτη που δημιούργησε το στυλ της World Music. Η γνωριμία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος έγινε ο μέντοράς της στη μουσική, της άνοιξε το δρόμο για τη μεγάλη καριέρα που ακολούθησε. Με τη συμμετοχή της στο Α' Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού το 1959 απέσπασε δύο βραβεία.