Το Μουσείο Ακρόπολης είναι ένα από τα σπουδεότερα αρχαιολογικά μουσεία του κόσμου, που επικεντρώνεται στα αρχαιολογικά ευρήματα του χώρου της Ακρόπολης των Αθηνών. Κτίστηκε με σκοπό να στεγάσει κάθε αρχαιολογικό αντικείμενο που βρέθηκε πάνω στον ιερό της Ακρόπολης και στους προποδές του, καλύπτοντας μία ευρεία χρονική περίοδο από την Μυκηναϊκή περίοδο έως την Ρωμαϊκή και Παλαιοχριστιανική Αθήνα. Βρίσκεται πάνω στον αρχαιολογικό χώρο Μακρυγιάννη, που αποτελεί κατάλοιπο των Ρωμαϊκών και πώιμων βυζαντινών Αθηνών.
Οι εργασίες ανέγερσης του νέου κτιρίου του μουσείου ξεκίνησαν το 2003 και παραδόθηκε στο κοινό στις 21 Ιουνίου 2009, με μεγαλοπερπή εγκαίνια στα οποία παρευρέθηκε πλήθος ξένων ηγετών. Εκείνη τη μέρα σε μία συμβολική κίνηση, η οποία μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο, ο τότε υπουργός Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς τοποθέτησε τμήμα μαρμάρου σε μετώπη του Παρθενώνα, το οποίο είχε επιστρέψει το Μουσείο του Βατικανού.
Η συμβολική αυτή κίνηση έγινε στα πλαίσια του ελληνικού αιτήματος για επανένωση των μαρμάρων στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης, όπου σε ένα χώρο 14.000 τετραγωνικών μέτρων εκτίθενται περίπου 4.000 αντικείμενα.
Το σχέδιο του μουσείου εμπλέκει τρεις συλλήψεις του Μπερνάρ Τσουμί: το φως, την κίνηση και τον αρχιτεκτονικό προγραμματισμό.
Η κίνηση
Η διαδρομή του επισκέπτη σχηματίζει ένα τρισδιάστατο βρόγχο, προσφέροντας μια αρχιτεκτονική και χωρική εμπειρία με αφετηρία την αρχαιολογική ανασκαφή ως την αίθουσα του Παρθενώνα και πίσω.
To φως
Ο φυσικός φωτισμός αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τη βασική πηγή φωτισμού του μουσείου, καθώς παρουσιάζει κυρίως έργα γλυπτικής που απαιτούν διαφορετικές συνθήκες φωτισμού.
Η αρχιτεκτονική
Το μουσείο είναι δομημένο γύρω από ένα πυρήνα σκυροδέματος με τις ακριβείς διαστάσεις της ζωοφόρου του Παρθενώνα. Μέσα στον πυρήνα είναι τοποθετημένοι οι χώροι υποστήριξης ενώ γύρω του και στο αίθριο που δημιουργείται, αναπτύσωνται οι εκθεσιακοί χώροι του μουσείου.
Για την καλύτερη προστασία του αρχαιολογικού χώρου, το κτήριο στηρίζεται σε υπερυψωμένους πυλώνες που θεμελιώθηκαν ανάμεσα στις αρχαιότητες. Σε πολλά σημεία τόσο στο εσωτερικό του όσο και στο εξωτερικό του, τα δάπεδα είναι διαφανή ώστε να επιτρέπουν την θέαση των υποκείμενων αρχαιοτήτων. Επιπλέον το μουσείο διαθέτει ένα αμφιθέατρο 200 θέσεων, μία αίθουσα εικονικής πραγματικότητας, χώρο επισήμων καθώς επίσης και αίθουσα περιοδικών εκθέσεων.
Οι συλλογές του μουσείου εκτίθενται σε τέσσερα επίπεδα, ενώ το επίπεδο της ανασκαφής βρίσκεται κάτω από το κτήριο του μουσείου.
Το πρώτο επίπεδο του μουσείο φιλοξενεί τα ευρήματα των κλιτύων της Ακροπόλεως ενώ η ορθογώνια αίθουσα, το επικλινές δάπεδο και η σκάλα στο τέλος της οδηγούν στην ανάβαση στον βράχο. Η νότια πλευρά της αίθουσας φιλοξενεί ευρήματα από τα σπίτια και τους τάφους των κατοίκων των κλιτύων της Ακρόπολης, γλυπτά από την Οικία του Πρόκλου, αναθήματα από τα μικρά ιερά της Οικίας της Πηγής, της Ουρανίας Αφροδίτης και του Έρωτα, του Πανός, της Αγλαύρου και του Απόλλωνα. Στη βόρεια πλευρά της αίθουσας εκτίθενται κεραμικά αγγεία, αναθηματικοί πίνακες και άλλα αφιερώματα από το ιερό της Νύμφης, καθώς επίσης και αναθήματα από το Ιερό του Ασκληπιού και το ιερό του Διονύσου.
Το δεύτερο επίπεδο, φιλοξενεί σε μια μεγάλη τραπεζοειδή αίθουσα, φιλοξενούνται αντικείμενα από την μυκηναϊκή ως την πρώιμη κλασική εποχή της Ακρόπολης. Στο βορειοανατολικό τμήμα, εκτίθενται αντικείμενα από την μυκηναϊκή περίοδο, όταν ακόμη η Ακρόπολη ήταν τόπος κατοίκησης και λατρείας στην έδρα του τοπικού άρχοντα. Την μετατροπή της Ακρόπολης σε ιερό χώρο σηματοδοτεί το χάλκινο ακρωτήριο του πρώτου ναΐσκου της Αθηνάς Πολιάδος, ενώ την έκθεση των αρχαϊκών έργων συγκροτούν επτά ενότητες με βάση θεματικά και χρονολογικά κριτήρια.
Στο ανώτατο επίπεδο του μουσείου όπου βρίσκεται η αίθουσα του Παρθενώνα, εκτίθενται όλα τα σωζόμενα στην Αθήνα γλυπτά του μνημείου. Οι διαφανείς υαλοπίνακες επιτρέπουν την άμεση οπτική επαφή με το αρχιτεκτονικό μνημείο από το οποίο προέρχονται ενώ προσομοιάζουν τις αρχικές συνθήκες φωτισμού των γλυπτών. Επιπλέον από την αίθουσα αυτή είναι δυνατή η πανοραμική θέαση μεγάλου μέρους της Αθήνας, ενώ το δάπεδο αυτής της αίθουσας είναι διαφανές και επιτρέπει την θέαση και ταυτόχρονα τον φωτισμό της αρχαιολογικής ανασκαφής του ισογείου.
Διεύθυνση: Διονυσίου Αρεοπαγίτου 15, Αθήνα 117 42
Τηλέφωνο: +30 21 0900 0900
Ώρες Λειτουργίας:
Θερινή Περίοδος (1 Απριλίου - 31 Οκτωβρίου)
Δευ 8:00 - 16:00
Τρί/Τετ/Πέμ 8:00 - 20:00
Παρ 8:00 - 22:00
Σάβ/Κυρ 8:00 - 16:00
Χειμερινή Περίοδος (1 Νοεμβρίου - 31 Μαρτίου)
Δευ-Πέμ 9:00 - 17:00
Παρ 9:00 - 22:00
Σάβ/Κυρ 9:00 - 16:00