Σημαντικότατες επιγραφές ήταν μεταξύ των ευρημάτων που εντοπίστηκαν φέτος στην Κύθνο, και συγκεκριμένα στη βραχονησίδα «Βρυοκαστράκι», απέναντι από το «Βρυόκαστρο», δηλαδή την αρχαία πόλη του νησιού. Οι έρευνες διεξήχθησαν από 29 Ιουνίου έως 31 Ιουλίου 2020, στο πλαίσιο της συνεργατικής ανασκαφικής έρευνας του Τομέα Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Πρόκειται για τρεις σημαντικές επιγραφές που εντοπίστηκαν στο κτηριακό συγκρότημα 2 των πρωτοβυζαντινών χρόνων, η αποκάλυψη του οποίου ολοκληρώθηκε σε έκταση φέτος. Η πρώτη επιγραφή είναι «μία ενδιαφέρουσα τιμητική επιγραφή που αφορά κάποιον Κλεαίνετο από την Αιτωλία και σχετίζεται με ένα γνωστό περιστατικό το οποίο μαρτυρείται από επιγραφές που βρέθηκαν παλαιότερα στην Αθήνα, οι οποίες αναφέρονται στον πειρατή Γλαυκέτη που είχε καταλάβει την Κύθνο στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα. Η επιγραφή επιβεβαιώνει παλαιότερη υπόθεση ότι ο Γλαυκέτης είχε τη στήριξη των Μακεδόνων και εκδιώχθηκε τελικώς από τους Αθηναίους», σημειώνει η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, που αναφέρεται στα φετινά αποτελέσματα των ανασκαφικών ερευνών.
«Δύο ενεπίγραφοι λίθοι, βρέθηκαν στο γκρέμισμα ενός άλλους δωματίου, προφανώς όλα σε β' χρήση. Οι επιγραφές είναι πολύ σημαντικές. Η μία, σε δωρική διάλεκτο είναι ψήφισμα του Δήμου Κυθνίων που ορίζει κάποιους οικοδομικούς περιορισμούς καθώς και το πρόστιμο που θα εισπράξουν οι θεωροί στην περίπτωση παράβασης. Η άλλη μακροσκελής επιγραφή είναι τιμητική και αναφέρεται στις σημαντικές τιμές που αποδίδουν ο Δήμος και η Βουλή των Κυθνίων σε κάποιο πρόσωπο, του οποίου το όνομα δυστυχώς δεν σώζεται. Είναι ενδιαφέρον ότι σε β' χρήση στην οχύρωση του πρωτοβυζαντινού συγκροτήματος αποκαλύφθηκε μαρμάρινο βάθρο αγάλματος που στην πρόσθια όψη του σώζει κοιλότητες σε κυκλική διάταξη, προφανώς για τη στερέωση δύο επίθετων στεφανιών», συμπληρώνει μεταξύ άλλων η ίδια ανακοίνωση.
Σημειώνεται ότι η θέση στο Βρυοκαστράκι «κατοικήθηκε αδιάκοπα από τον 12ο αιώνα π.Χ. έως τον 7ο αιώνα μ.Χ., ενώ υπάρχουν πλέον σαφείς ενδείξεις και για την παρουσία κυκλαδικής εγκατάστασης της 3ης χιλιετίας π.Χ.». Όσον, δε, αφορά τις φετινές εργασίες, αυτές «επικεντρώθηκαν στους τρεις τομείς που ερευνούνται από το 2018: το μνημειώδες ιερό των γεωμετρικών-κλασικών χρόνων, το επίμηκες Κτήριο 2 της ύστερης αρχαιότητας και την τρίκλιτη πρωτοβυζαντινή βασιλική».
Ως προς το αρχαίο ιερό που εντοπίστηκε το 2019, «συλλέχθηκε εξαιρετικής ποιότητας κεραμική των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων. Τα σχήματα είναι κυρίως μικρά κλειστά, όπως υδρίες, οινοχόες και πρόχοι, ενώ δεν λείπουν τα μικρογραφικά. Στα ευρήματα συγκαταλέγονται λίγα πήλινα ειδώλια, κυρίως γυναικείων μορφών και ορισμένα χάλκινα αναθήματα, όπως μικρογραφικές πόρπες και άλλα κοσμήματα. Τα ευρήματα αυτά παραπέμπουν μάλλον σε κάποια γυναικεία θεότητα. Επιπλέον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ανάλημμα κτίστηκε κατά τους κλασικούς χρόνους προκειμένου να δημιουργηθεί άνδηρο για την κατασκευή ναού, από τον οποίο σώζονται μόνον κάποια λαξεύματα στο ριζιμιό βράχο καθώς στην περιοχή αναπτύχθηκε ο πρωτοβυζαντινός οικισμός. Στα ανατολικά υπήρχε μνημειώδης βωμός λαξευμένος στο φυσικό βράχο, σήμερα πολύ διαβρωμένος».
Τέλος, ανασκάφτηκε εξωτερικά και περιμετρικά η τρίκλιτη πρωτοβυζαντινή βασιλική, με σκοπό στην περαιτέρω ανάδειξη του μνημείου, καθώς και στην διερεύνηση παρουσίας τυχόν προσκτισμάτων. Μεταξύ των ευρημάτων ήταν τοίχοι, αλλά και μαρμάρινα μέλη που είχαν χρησιμοποιηθεί ως spolia (δηλαδή παλαιότερα δομικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν εκ νέου). «Για λόγους ασφαλείας ορισμένα από αυτά, όπως τα θραύσματα τραπεζοφόρου με απόληξη λεοντοπόδαρου, αποτοιχίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην αρχαιολογική συλλογή της Χώρας», ενημερώνει η ανακοίνωση του υπουργείου.
Πρόκειται για τρεις σημαντικές επιγραφές που εντοπίστηκαν στο κτηριακό συγκρότημα 2 των πρωτοβυζαντινών χρόνων, η αποκάλυψη του οποίου ολοκληρώθηκε σε έκταση φέτος. Η πρώτη επιγραφή είναι «μία ενδιαφέρουσα τιμητική επιγραφή που αφορά κάποιον Κλεαίνετο από την Αιτωλία και σχετίζεται με ένα γνωστό περιστατικό το οποίο μαρτυρείται από επιγραφές που βρέθηκαν παλαιότερα στην Αθήνα, οι οποίες αναφέρονται στον πειρατή Γλαυκέτη που είχε καταλάβει την Κύθνο στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα. Η επιγραφή επιβεβαιώνει παλαιότερη υπόθεση ότι ο Γλαυκέτης είχε τη στήριξη των Μακεδόνων και εκδιώχθηκε τελικώς από τους Αθηναίους», σημειώνει η ανακοίνωση του ΥΠΠΟΑ, που αναφέρεται στα φετινά αποτελέσματα των ανασκαφικών ερευνών.
«Δύο ενεπίγραφοι λίθοι, βρέθηκαν στο γκρέμισμα ενός άλλους δωματίου, προφανώς όλα σε β' χρήση. Οι επιγραφές είναι πολύ σημαντικές. Η μία, σε δωρική διάλεκτο είναι ψήφισμα του Δήμου Κυθνίων που ορίζει κάποιους οικοδομικούς περιορισμούς καθώς και το πρόστιμο που θα εισπράξουν οι θεωροί στην περίπτωση παράβασης. Η άλλη μακροσκελής επιγραφή είναι τιμητική και αναφέρεται στις σημαντικές τιμές που αποδίδουν ο Δήμος και η Βουλή των Κυθνίων σε κάποιο πρόσωπο, του οποίου το όνομα δυστυχώς δεν σώζεται. Είναι ενδιαφέρον ότι σε β' χρήση στην οχύρωση του πρωτοβυζαντινού συγκροτήματος αποκαλύφθηκε μαρμάρινο βάθρο αγάλματος που στην πρόσθια όψη του σώζει κοιλότητες σε κυκλική διάταξη, προφανώς για τη στερέωση δύο επίθετων στεφανιών», συμπληρώνει μεταξύ άλλων η ίδια ανακοίνωση.
Σημειώνεται ότι η θέση στο Βρυοκαστράκι «κατοικήθηκε αδιάκοπα από τον 12ο αιώνα π.Χ. έως τον 7ο αιώνα μ.Χ., ενώ υπάρχουν πλέον σαφείς ενδείξεις και για την παρουσία κυκλαδικής εγκατάστασης της 3ης χιλιετίας π.Χ.». Όσον, δε, αφορά τις φετινές εργασίες, αυτές «επικεντρώθηκαν στους τρεις τομείς που ερευνούνται από το 2018: το μνημειώδες ιερό των γεωμετρικών-κλασικών χρόνων, το επίμηκες Κτήριο 2 της ύστερης αρχαιότητας και την τρίκλιτη πρωτοβυζαντινή βασιλική».
Ως προς το αρχαίο ιερό που εντοπίστηκε το 2019, «συλλέχθηκε εξαιρετικής ποιότητας κεραμική των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων. Τα σχήματα είναι κυρίως μικρά κλειστά, όπως υδρίες, οινοχόες και πρόχοι, ενώ δεν λείπουν τα μικρογραφικά. Στα ευρήματα συγκαταλέγονται λίγα πήλινα ειδώλια, κυρίως γυναικείων μορφών και ορισμένα χάλκινα αναθήματα, όπως μικρογραφικές πόρπες και άλλα κοσμήματα. Τα ευρήματα αυτά παραπέμπουν μάλλον σε κάποια γυναικεία θεότητα. Επιπλέον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ανάλημμα κτίστηκε κατά τους κλασικούς χρόνους προκειμένου να δημιουργηθεί άνδηρο για την κατασκευή ναού, από τον οποίο σώζονται μόνον κάποια λαξεύματα στο ριζιμιό βράχο καθώς στην περιοχή αναπτύχθηκε ο πρωτοβυζαντινός οικισμός. Στα ανατολικά υπήρχε μνημειώδης βωμός λαξευμένος στο φυσικό βράχο, σήμερα πολύ διαβρωμένος».
Τέλος, ανασκάφτηκε εξωτερικά και περιμετρικά η τρίκλιτη πρωτοβυζαντινή βασιλική, με σκοπό στην περαιτέρω ανάδειξη του μνημείου, καθώς και στην διερεύνηση παρουσίας τυχόν προσκτισμάτων. Μεταξύ των ευρημάτων ήταν τοίχοι, αλλά και μαρμάρινα μέλη που είχαν χρησιμοποιηθεί ως spolia (δηλαδή παλαιότερα δομικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν εκ νέου). «Για λόγους ασφαλείας ορισμένα από αυτά, όπως τα θραύσματα τραπεζοφόρου με απόληξη λεοντοπόδαρου, αποτοιχίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην αρχαιολογική συλλογή της Χώρας», ενημερώνει η ανακοίνωση του υπουργείου.