Η Ελλάδα πετυχαίνει τις υψηλότερες επιδόσεις στην ευρωπαϊκή κατάταξη όσον αφορά στις ψηφιακές δεξιότητες των νέων ανθρώπων, ήτοι στις ηλικίες 16 έως 24 ετών. Τους τελευταίους μήνες, πολλοί νέοι αυτής της ηλικίας χρειάστηκε να παρακολουθήσουν διαδικτυακά μαθήματα, καθώς τα μέτρα του lockdown, που σχετίζονται με την πανδημία του COVID-19, κράτησαν κλειστά τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και άλλα ιδρύματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Οι νέοι αυτών των ηλικιών τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα, διαθέτουν όντως τα κατάλληλα ψηφιακά εφόδια για να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις. Το 2019, τέσσερις στους πέντε νέους (80%), ηλικίας 16 έως 24 ετών, στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) είχαν βασικές ή πάνω από τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Το ποσοστό αυτό ήταν κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από την αντίστοιχη επίδοση στα άτομα ηλικίας 16 έως 74 ετών (56%).
Μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε., η Κροατία είχε το υψηλότερο ποσοστό ατόμων ηλικίας 16 έως 24 ετών με βασικές ή υψηλότερες από τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες (97%), ακολουθούμενη από την Εσθονία, τη Λιθουανία και την Ολλανδία (και οι τρεις χώρες με ποσοστό 93% έκαστη).
Την έκπληξη κάνει η Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην αμέσως επόμενη θέση, καθώς ποσοστό 92% των νέων, ηλικίας 16 έως 24 ετών, διέθεταν τις βασικές ή υψηλότερες βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Η αντίστοιχη επίδοση της χώρας μας στον συγκεκριμένο τομέα ήταν 86% το 2017, 89% το 2016 και 84% το 2015.
Χειρότερες επιδόσεις από την Ελλάδα ως προς τις ψηφιακές δεξιότητες των νέων ηλικίας 16 έως 24 ετών έχουν η Τσεχία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία, η Γερμανία, η Ισπανία, η Μάλτα, η Δανία και η Σουηδία.
Στο μεταξύ, τα χαμηλότερα ποσοστά νέων, που διαθέτουν τις βασικές ή υψηλότερες από τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες στην Ε.Ε., εντοπίζονται στη Ρουμανία (56%), στη Βουλγαρία (58%), στην Ιταλία (65%), στην Ουγγαρία (68%), στη Λετονία και στο Λουξεμβούργο (και οι δύο χώρες με 75%).
Οι ψηφιακές δεξιότητες είναι πλέον κρίσιμες για την απασχολησιμότητα, καθώς περίπου το 85% όλων των θέσεων εργασίας στην Ε.Ε. απαιτούν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων. Επιπλέον, η κρίση του κορωνοϊού κατέδειξε ότι οι επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες είναι κρίσιμης σημασίας για να μπορούν οι πολίτες να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες και υπηρεσίες.
Οι νέοι αυτών των ηλικιών τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα, διαθέτουν όντως τα κατάλληλα ψηφιακά εφόδια για να ανταποκριθούν σε αυτές τις απαιτήσεις. Το 2019, τέσσερις στους πέντε νέους (80%), ηλικίας 16 έως 24 ετών, στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) είχαν βασικές ή πάνω από τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Το ποσοστό αυτό ήταν κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από την αντίστοιχη επίδοση στα άτομα ηλικίας 16 έως 74 ετών (56%).
Μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε., η Κροατία είχε το υψηλότερο ποσοστό ατόμων ηλικίας 16 έως 24 ετών με βασικές ή υψηλότερες από τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες (97%), ακολουθούμενη από την Εσθονία, τη Λιθουανία και την Ολλανδία (και οι τρεις χώρες με ποσοστό 93% έκαστη).
Την έκπληξη κάνει η Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στην αμέσως επόμενη θέση, καθώς ποσοστό 92% των νέων, ηλικίας 16 έως 24 ετών, διέθεταν τις βασικές ή υψηλότερες βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Η αντίστοιχη επίδοση της χώρας μας στον συγκεκριμένο τομέα ήταν 86% το 2017, 89% το 2016 και 84% το 2015.
Χειρότερες επιδόσεις από την Ελλάδα ως προς τις ψηφιακές δεξιότητες των νέων ηλικίας 16 έως 24 ετών έχουν η Τσεχία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Πορτογαλία, η Γερμανία, η Ισπανία, η Μάλτα, η Δανία και η Σουηδία.
Στο μεταξύ, τα χαμηλότερα ποσοστά νέων, που διαθέτουν τις βασικές ή υψηλότερες από τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες στην Ε.Ε., εντοπίζονται στη Ρουμανία (56%), στη Βουλγαρία (58%), στην Ιταλία (65%), στην Ουγγαρία (68%), στη Λετονία και στο Λουξεμβούργο (και οι δύο χώρες με 75%).
Οι ψηφιακές δεξιότητες είναι πλέον κρίσιμες για την απασχολησιμότητα, καθώς περίπου το 85% όλων των θέσεων εργασίας στην Ε.Ε. απαιτούν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων. Επιπλέον, η κρίση του κορωνοϊού κατέδειξε ότι οι επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες είναι κρίσιμης σημασίας για να μπορούν οι πολίτες να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες και υπηρεσίες.