Παρά τις σημαντικές της δυσκολίες, η βραζιλιανή αγορά μπορεί να προσφέρει καλές ευκαιρίες στις ελληνικές εξαγωγικές εταιρεἰες κρασιού.
Οι σχετικές εξαγωγές μας ήδη βαίνουν αυξανόμενες, αφού το 2018 παρατηρήθηκε αύξηση κατά περίπου 10% σε σχέση με το 2017.
Τη μερίδα του λέοντος στις εισαγωγές κρασιού στη Βραζιλία καταλαμβάνουν διαχρονικά η Χιλή, η Αργεντινή, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Γαλλία με μερίδια 42%, 15,3%, 15,1%, 10% και 6,6% αντίστοιχα. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 14η θέση (2018) με μερίδιο 0,04% (139.486 δολ.).
Με 209 εκ. κατοίκους, η Βραζιλία είναι από τους μεγαλύτερους καταναλωτές τροφίμων στον κόσμο. Η βραζιλιάνικη οικονομία σημείωσε μεγάλη πρόοδο τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, 30 εκατ. εξήλθαν από το καθεστώς φτώχειας και συγκρότησαν την κατώτερη μεσαία τάξη, η οποία σήμερα απαρτίζεται από 95 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή τον μισό περίπου πληθυσμό της χώρας. Οι πολίτες αυτοί που έχουν εισόδημα από 600 έως 2.600 δολάρια μηνιαίως, αποτελούν το μεγαλύτερο γκρουπ καταναλωτών στη Βραζιλία.
Ακόμη, με 294,9 λίτρα κατανάλωσης κρασιού ετησίως, η χώρα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος καταναλωτής κρασιού στη Λατινική Αμερική μετά την Αργεντινή. Παρά το γεγονός πως η ετήσια κατανάλωση κρασιού παραμένει μέτρια με 1,9 λίτρα ανά άτομο, το βραζιλιάνικο Ινστιτούτο Οίνου (IBRAVIN), εκτιμά ότι τα επόμενα 15 χρόνια, η κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 9 λίτρα ανά άτομο. Εάν αυτή η πρόβλεψη καταστεί πραγματικότητα, η Βραζιλία θα γίνει η πέμπτη μεγαλύτερη χώρα κατανάλωσης κρασιού στον κόσμο. Η κατανάλωση κρασιού συγκεντρώνεται σε μεγάλες αστικές περιοχές που είναι πυκνοκατοικημένες όπως το Sao Paulo, Rio de Janeiro, Belo Horizonte, καθώς και Brasilia.
Παρά το γεγονός πως η αξία του εισαγόμενου κρασιού στη Βραζιλία αυξήθηκε από 62 εκ. δολάρια σε 261,6 εκατομμύρια δολάρια τα τελευταία δέκα χρόνια (αύξηση 315%), η μπύρα και η cachaça (άσπρο αλκοόλ που έχει παραχθεί από ζαχαροκάλαμο), παραμένουν μέχρι σήμερα τα δύο πιο διαδεδομένα αλκοολούχα ποτά στη χώρα.
Η Βραζιλία εισάγει πολύ μικρές ποσότητες αφρώδους οίνου καθώς και χύδην κρασιού. Τα εμφιαλωμένα κρασιά αντιπροσωπεύουν το 89% όλων των εισαγόμενων κρασιών, τόσο με όρους αξίας όσο και με ποσοτήτων.
Παραδοσιακά, η ζήτηση για κρασί αυξάνεται κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών στη Βραζιλία, δηλαδή από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο, καθώς και κατά τη διάρκεια των διακοπών του Πάσχα, όπου το κρασί προσφέρεται ως δώρο.
Όσον αφορά τις πωλήσεις, το 50% αυτών πραγματοποιούνται μέσω σούπερ μάρκετ καθώς και υπέρμάρκετ. Τα κρασιά που πωλούνται στα σούπερ μάρκετ είναι συνήθως διάσημες μάρκες, ενώ εκείνα που πωλούνται σε υπέρμάρκετ είναι λιγότερο γνωστά.
Ωστόσο, τα υπέρμαρκετ συνήθως προσλαμβάνουν sommeliers για να συμβουλεύουν τους πελάτες στις αγορές τους. Ως εκ τούτου, το δίκτυο των υπεραγορών (hypermarket), μπορεί να αποτελέσει μία ενδιαφέρουσα ευκαιρία για μικρές, λιγότερο γνωστές επωνυμίες κρασιών στη Βραζιλια.
Από την άλλη πλευρά, 30% των πωλήσεων κρασιού πραγματοποιούνται μέσω καφέ, ξενοδοχείων και εστιατορίων. Οι λοιπές πωλήσεις λαμβάνουν χώρα σε μικρότερα μαγαζιά, ή διά online πωλήσεων.
Μεγάλοι λιανέμποροι, όπως το Wal Mart και Carrefour έχουν καταστεί σημαντικοί παίκτες και προσφέρουν επιπλέον ευκαιρίες στις πωλήσεις εισαγόμενων κρασιών.
Το κρασί αποτελεί πλέον ένα διαδεδομένο προϊόν που έχει καταστεί μέρος του τρόπου ζωής των Βραζιλιάνων. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός είναι πολύ έντονος, με τις χιλιανές, αργεντίνικες και πορτογαλικές εξαγωγικές εταιρίες να απολαμβάνουν ένα πλεονέκτημα που τους επιτρέπει να διατηρούν δεσπόζουσα θέση στην αγορά κρασιού, ενώ και τα μεγέθη των βασικών ανταγωνιστών είναι σαφώς διαφορετικά από αυτά της μέσης ελληνικής εξαγωγικής επιχείρησης. Το δε μέγεθος της βραζιλιανής αγοράς είναι τέτοιο, που μικροί, μεμονωμένοι εξαγωγείς ίσως δεν έχουν την καλύτερη δυνατή προοπτική, εκτός αν το προϊόν τους απευθύνεται σε ένα εξειδικευμένο τμήμα της αγοράς και είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν σημαντικά στην προώθησή του, ώστε να πείσουν για την ιδιαιτερότητά του τις ειδικές ομάδες ενδιαφέροντος στις οποίες απευθύνονται.
Για προϊόντα κατανάλωσης όπως το κρασί, καλύτερα αποτελέσματα θα μπορούσε πιθανά να φέρει κάποια συλλογική προσπάθεια, που θα δημιουργούσε το κρίσιμο μέγεθος στους συμμετέχοντες εξαγωγείς, ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν μεγαλύτερη κάλυψη, ανταγωνιστικές τιμές, σταθερή προσφορά και περιορισμό του κόστους διαχείρισης της εξαγωγικής προσπάθειας. Ενδεχόμενη σύμπραξη εξαγωγέων θα σήμαινε ακόμα δυνατότητα προσφοράς ανταγωνιστικότερων τιμών, όπως και επιμερισμού του κόστους προβολής και παρακολούθησης της διακίνησης των προϊόντων τους στη Βραζιλία, ενέργειες απαραίτητες για την εξασφάλιση αναγνωρισιμότητας και για την καθιέρωσή τους στην τοπική αγορά.
Οι Βραζιλιάνοι καταναλωτές γενικά προτιμούν τα κόκκινα κρασιά. Αποτελούν περίπου το 75% της συνολικής κατανάλωσης στη χώρα. Ειδικότερα προτιμούν γλυκά και φρουτώδη κρασιά. Κρασιά με υψηλότερη οξύτητα γενικά δεν προτιμούνται από τους Βραζιλιάνους.
Δεδομένου του θερμού κλίματος, η προτίμηση των Βραζιλιάνων για κόκκινο κρασί αποτελεί έκπληξη- θα ήταν πιο αναμένομενο να προτιμούν τα παγωμένα λευκά ή ροζέ κρασιά. Ωστόσο, η πόση κόκκινου κρασιού είναι βαθιά ριζωμένη στην βραζιλιάνικη παράδοση.
Η κατανάλωση αφρώδους οίνου αυξάνεται επίσης ραγδαία. Όσον αφορά δε τα ροζέ κρασιά, αυτά δεν είναι πολύ δημοφιλή στη Βραζιλία.
Σημειώνεται πως οι Βραζιλιάνοι γενικά προτιμούν τα εισαγόμενα κρασιά. Μεταξύ των ευρωπαϊκών κρασιών, τα ιταλικά και τα πορτογαλικά συγκαταλέγονται στις πρώτες επιλογές τους. Τα γαλλικά κρασιά διαθέτουν μία άριστη φήμη, ωστόσο εξαιτίας της υψηλής τιμής τους, συνήθως εκλαμβάνονται ως προϊόντα πολυτελείας-ακόμη δηλαδή μη προσβάσιμα στην πλειοψηφία της χαμηλής μεσαίας τάξης. Οι πιο δημοφιλείς ποικιλίες όσον αφορά τα κόκκινα κρασιά είναι οι Cabernet Sauvignon, Merlot και Zinfandel, ενώ όσον αφορά τα άσπρα η Chardonnay.
Οι σχετικές εξαγωγές μας ήδη βαίνουν αυξανόμενες, αφού το 2018 παρατηρήθηκε αύξηση κατά περίπου 10% σε σχέση με το 2017.
Τη μερίδα του λέοντος στις εισαγωγές κρασιού στη Βραζιλία καταλαμβάνουν διαχρονικά η Χιλή, η Αργεντινή, η Πορτογαλία, η Ιταλία, η Γαλλία με μερίδια 42%, 15,3%, 15,1%, 10% και 6,6% αντίστοιχα. Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 14η θέση (2018) με μερίδιο 0,04% (139.486 δολ.).
Με 209 εκ. κατοίκους, η Βραζιλία είναι από τους μεγαλύτερους καταναλωτές τροφίμων στον κόσμο. Η βραζιλιάνικη οικονομία σημείωσε μεγάλη πρόοδο τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, 30 εκατ. εξήλθαν από το καθεστώς φτώχειας και συγκρότησαν την κατώτερη μεσαία τάξη, η οποία σήμερα απαρτίζεται από 95 εκατομμύρια άτομα, δηλαδή τον μισό περίπου πληθυσμό της χώρας. Οι πολίτες αυτοί που έχουν εισόδημα από 600 έως 2.600 δολάρια μηνιαίως, αποτελούν το μεγαλύτερο γκρουπ καταναλωτών στη Βραζιλία.
Ακόμη, με 294,9 λίτρα κατανάλωσης κρασιού ετησίως, η χώρα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος καταναλωτής κρασιού στη Λατινική Αμερική μετά την Αργεντινή. Παρά το γεγονός πως η ετήσια κατανάλωση κρασιού παραμένει μέτρια με 1,9 λίτρα ανά άτομο, το βραζιλιάνικο Ινστιτούτο Οίνου (IBRAVIN), εκτιμά ότι τα επόμενα 15 χρόνια, η κατανάλωση θα αυξηθεί κατά 9 λίτρα ανά άτομο. Εάν αυτή η πρόβλεψη καταστεί πραγματικότητα, η Βραζιλία θα γίνει η πέμπτη μεγαλύτερη χώρα κατανάλωσης κρασιού στον κόσμο. Η κατανάλωση κρασιού συγκεντρώνεται σε μεγάλες αστικές περιοχές που είναι πυκνοκατοικημένες όπως το Sao Paulo, Rio de Janeiro, Belo Horizonte, καθώς και Brasilia.
Παρά το γεγονός πως η αξία του εισαγόμενου κρασιού στη Βραζιλία αυξήθηκε από 62 εκ. δολάρια σε 261,6 εκατομμύρια δολάρια τα τελευταία δέκα χρόνια (αύξηση 315%), η μπύρα και η cachaça (άσπρο αλκοόλ που έχει παραχθεί από ζαχαροκάλαμο), παραμένουν μέχρι σήμερα τα δύο πιο διαδεδομένα αλκοολούχα ποτά στη χώρα.
Η Βραζιλία εισάγει πολύ μικρές ποσότητες αφρώδους οίνου καθώς και χύδην κρασιού. Τα εμφιαλωμένα κρασιά αντιπροσωπεύουν το 89% όλων των εισαγόμενων κρασιών, τόσο με όρους αξίας όσο και με ποσοτήτων.
Παραδοσιακά, η ζήτηση για κρασί αυξάνεται κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών στη Βραζιλία, δηλαδή από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο, καθώς και κατά τη διάρκεια των διακοπών του Πάσχα, όπου το κρασί προσφέρεται ως δώρο.
Όσον αφορά τις πωλήσεις, το 50% αυτών πραγματοποιούνται μέσω σούπερ μάρκετ καθώς και υπέρμάρκετ. Τα κρασιά που πωλούνται στα σούπερ μάρκετ είναι συνήθως διάσημες μάρκες, ενώ εκείνα που πωλούνται σε υπέρμάρκετ είναι λιγότερο γνωστά.
Ωστόσο, τα υπέρμαρκετ συνήθως προσλαμβάνουν sommeliers για να συμβουλεύουν τους πελάτες στις αγορές τους. Ως εκ τούτου, το δίκτυο των υπεραγορών (hypermarket), μπορεί να αποτελέσει μία ενδιαφέρουσα ευκαιρία για μικρές, λιγότερο γνωστές επωνυμίες κρασιών στη Βραζιλια.
Από την άλλη πλευρά, 30% των πωλήσεων κρασιού πραγματοποιούνται μέσω καφέ, ξενοδοχείων και εστιατορίων. Οι λοιπές πωλήσεις λαμβάνουν χώρα σε μικρότερα μαγαζιά, ή διά online πωλήσεων.
Μεγάλοι λιανέμποροι, όπως το Wal Mart και Carrefour έχουν καταστεί σημαντικοί παίκτες και προσφέρουν επιπλέον ευκαιρίες στις πωλήσεις εισαγόμενων κρασιών.
Το κρασί αποτελεί πλέον ένα διαδεδομένο προϊόν που έχει καταστεί μέρος του τρόπου ζωής των Βραζιλιάνων. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός είναι πολύ έντονος, με τις χιλιανές, αργεντίνικες και πορτογαλικές εξαγωγικές εταιρίες να απολαμβάνουν ένα πλεονέκτημα που τους επιτρέπει να διατηρούν δεσπόζουσα θέση στην αγορά κρασιού, ενώ και τα μεγέθη των βασικών ανταγωνιστών είναι σαφώς διαφορετικά από αυτά της μέσης ελληνικής εξαγωγικής επιχείρησης. Το δε μέγεθος της βραζιλιανής αγοράς είναι τέτοιο, που μικροί, μεμονωμένοι εξαγωγείς ίσως δεν έχουν την καλύτερη δυνατή προοπτική, εκτός αν το προϊόν τους απευθύνεται σε ένα εξειδικευμένο τμήμα της αγοράς και είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν σημαντικά στην προώθησή του, ώστε να πείσουν για την ιδιαιτερότητά του τις ειδικές ομάδες ενδιαφέροντος στις οποίες απευθύνονται.
Για προϊόντα κατανάλωσης όπως το κρασί, καλύτερα αποτελέσματα θα μπορούσε πιθανά να φέρει κάποια συλλογική προσπάθεια, που θα δημιουργούσε το κρίσιμο μέγεθος στους συμμετέχοντες εξαγωγείς, ώστε να μπορέσουν να επιτύχουν μεγαλύτερη κάλυψη, ανταγωνιστικές τιμές, σταθερή προσφορά και περιορισμό του κόστους διαχείρισης της εξαγωγικής προσπάθειας. Ενδεχόμενη σύμπραξη εξαγωγέων θα σήμαινε ακόμα δυνατότητα προσφοράς ανταγωνιστικότερων τιμών, όπως και επιμερισμού του κόστους προβολής και παρακολούθησης της διακίνησης των προϊόντων τους στη Βραζιλία, ενέργειες απαραίτητες για την εξασφάλιση αναγνωρισιμότητας και για την καθιέρωσή τους στην τοπική αγορά.
Οι Βραζιλιάνοι καταναλωτές γενικά προτιμούν τα κόκκινα κρασιά. Αποτελούν περίπου το 75% της συνολικής κατανάλωσης στη χώρα. Ειδικότερα προτιμούν γλυκά και φρουτώδη κρασιά. Κρασιά με υψηλότερη οξύτητα γενικά δεν προτιμούνται από τους Βραζιλιάνους.
Δεδομένου του θερμού κλίματος, η προτίμηση των Βραζιλιάνων για κόκκινο κρασί αποτελεί έκπληξη- θα ήταν πιο αναμένομενο να προτιμούν τα παγωμένα λευκά ή ροζέ κρασιά. Ωστόσο, η πόση κόκκινου κρασιού είναι βαθιά ριζωμένη στην βραζιλιάνικη παράδοση.
Η κατανάλωση αφρώδους οίνου αυξάνεται επίσης ραγδαία. Όσον αφορά δε τα ροζέ κρασιά, αυτά δεν είναι πολύ δημοφιλή στη Βραζιλία.
Σημειώνεται πως οι Βραζιλιάνοι γενικά προτιμούν τα εισαγόμενα κρασιά. Μεταξύ των ευρωπαϊκών κρασιών, τα ιταλικά και τα πορτογαλικά συγκαταλέγονται στις πρώτες επιλογές τους. Τα γαλλικά κρασιά διαθέτουν μία άριστη φήμη, ωστόσο εξαιτίας της υψηλής τιμής τους, συνήθως εκλαμβάνονται ως προϊόντα πολυτελείας-ακόμη δηλαδή μη προσβάσιμα στην πλειοψηφία της χαμηλής μεσαίας τάξης. Οι πιο δημοφιλείς ποικιλίες όσον αφορά τα κόκκινα κρασιά είναι οι Cabernet Sauvignon, Merlot και Zinfandel, ενώ όσον αφορά τα άσπρα η Chardonnay.